χηλόπους

χηλόπους
-ουν, Α
(για τον Πάνα) αυτός που έχει πόδια με χηλές, σαν τού τράγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χηλή + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. τραγό-πους, χαλκό-πους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αναλγής — (analges).Γένοςζώων της οικογένειας των αναλγησιδών, της τάξης των ακάρεων. Τα είδη του γένους έχουν μήκος 0,5 χιλιοστά και το τρίτο τους ζευγάρι ποδιών είναι εξαιρετικά ανεπτυγμένο, σε σχέση με το σώμα τους. Γνωστότερο είδος είναι ο α. ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”